ψηλαφητός
Ούτως είη ημίν ο Θεός βοηθός και το Ιερόν Αυτού Ευαγγέλιον → So help us God and His holy Gospel
English (LSJ)
ψηλαφητή, ψηλαφητόν, that can be felt, σκότος LXX.Ex.10.21 (so ψηλαφῆσαι σκότος ib.Jb.12.25).
German (Pape)
[Seite 1396] adj. verb. von ψηλαφάω, 1) berührt, betastet, betappt. – 2) durch Berühren, Betasten erkannt, erkennbar, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ψηλᾰφητός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ., ψηλαφητὸν σκότος, ὅταν ἀναγκάζηταί τις νὰ ψηλαφᾷ ὅπως εὕρῃ τι, Ἑβδ. (Ἔξοδ. Ι. 21)· οὕτω, ψηλαφᾶν σκότος αὐτόθι (Ἰὼβ ΙΒ΄, 25). -Ἐπίρρ. ψηλαφητῶς, Σχόλ. εἰς Γρηγ. Ναζ. σ. 501.
Greek Monolingual
-ή, -ό / ψηλαφητός, -ή, -όν, ΝΜΑ ψηλαφώ
αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να ψηλαφήσει, να αγγίξει με τα δάχτυλά του, υπαρκτός, απτός (α. «ψηλαφητό πράγμα» β. «ψηλαφητὴ ἡ ἀνθρωπίνη φύσις», Γρηγ. Νύσσ.)
νεοελλ.
μτφ. προφανής, ολοφάνερος («ψηλαφητή απόδειξη»)
αρχ.
φρ. «ψηλαφητὸν σκότος» — σκοτάδι τόσο πυκνό που δεν μπορεί κανείς να προχωρήσει παρά μόνο ψάχνοντας με τα χέρια (ΠΔ).
επίρρ...
ψηλαφητά / ψηλαφητῶς, ΝΜΑ
αγγίζοντας ελαφρά με τα δάχτυλα
νεοελλ.
μτφ. στα τυφλά.