ψιαίνω

From LSJ

ξύλον ἀγκύλον οὐδέποτ' ὀρθόν → a bent board is never straight

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψιαίνω Medium diacritics: ψιαίνω Low diacritics: ψιαίνω Capitals: ΨΙΑΙΝΩ
Transliteration A: psiaínō Transliteration B: psiainō Transliteration C: psiaino Beta Code: yiai/nw

English (LSJ)

aor. inf. ψιῆναι· ψίξαι, Hsch., Suid. (ψέξαι codd.); cf. σιαίνω.

German (Pape)

[Seite 1399] = ψίω, ψιάζω, Gramm.

Greek (Liddell-Scott)

ψιαίνω: παρ’ Ἡσύχ. καὶ Σουΐδ. τὸ ψιῆναι ἑρμηνεύεται διὰ τοῦ ψίξαι, πρότερον ἐφέρετο ἡμαρτημένον ψέξαι.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «ψίω, ψιάζω».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για άλλο τ. του ρ. ψιάζω.