состязаться
From LSJ
Κάλλιστον ἐν κήποισι φύεται ῥόδον → Pulchrius in hortis gignitur nihil rosa → Die Rose ist das Schönste, was im Garten wächst
Russian > Greek
ἀθλέω, παραβάλλω, ἐριδαίνω, μάχομαι, ἐρίζω, τρέχω, δηριάω, ἀθλεύω, ἀεθλεύω, συνανταγωνίζομαι, διαγωνίζομαι, διαφιλονεικέω, ἐριδμαίνω, συνεπερίζω, ἀνθαμιλλάομαι, συναμιλλάομαι, ἀνταγωνίζομαι, διαμιλλάομαι, κρίνω