ἀνθαμιλλάομαι
μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation
English (LSJ)
(ἀντ- Hsch.), vie one with another, be rivals, Pl. Lg.731a; race, of triremes, X.HG6.2.28:—Act., part. ἀνθαμιλλεῦντες Hp.Ep.17.
German (Pape)
[Seite 230] wetteifern, Plat. Legg. VII, 731 a; εἰς τὴν γῆν, von Schiffen, um die Wette das Land zu gewinnen suchen, Xen. Hell. 6, 2, 28; Luc. Imag. 15 αὐτὸ ἑαυτῷ ἀνθ., was mit sich selbst wetteifert, streitet.
French (Bailly abrégé)
-ῶμαι;
lutter contre.
Étymologie: ἀντί, ἁμιλλάομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἀνθᾰμιλλάομαι: соперничать, состязаться, соревноваться Plat.: ἀ. εἰς τὴν γῆν Xen. (о кораблях) наперегонки плыть к берегу; αὐτὸ ἑαυτῷ ἀ. Luc. стараться превзойти самого себя.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθᾰμιλλάομαι: ἀποθ. ἀνταγωνίζομαι, τοὺς... ἀνθαμιλλωμένους εἰς ἀθυμίαν καθίστησι Πλάτ. Νόμ. 731Α: καὶ ἀντιπρῴρους καταστήσας τὰς τριήρεις ἀπὸ σημείου ἀφίει ἀνθαμιλλᾶσθαι εἰς τὴν γῆν Ξεν. Ἑλλ. 6. 2, 28.
Greek Monotonic
ἀνθᾰμιλλάομαι: μέλ. -ήσομαι, αποθ., ανταγωνίζομαι, συναγωνίζομαι ο ένας με τον άλλο, σε Ξεν.