стойко
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
Russian > Greek
γενναίως, παρατεταγμένως, ἐρρωμένως, εὐκαρδίως, τλημόνως, ἀπαραχωρήτως, ἐμπέδως, συνεστηκότως, ἐναισίμως, καρτερούντως, παραστατικῶς, ταλαύρινον, ἐμβριθῶς, ἐμμελῶς, ἐμμελέως, στερρῶς, καρτερικῶς