ἀκάρπιστος
εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος → in the name of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit
English (LSJ)
ἀκάρπιστον, where nothing is to be reaped, unfruitful, of the sea, E.Ph.210 (lyr.).
Spanish (DGE)
-ον estéril πεδία del mar, E.Ph.210.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
stérile.
Étymologie: ἀ, καρπίζω.
Russian (Dvoretsky)
ἀκάρπιστος: бесплодный (πεδία Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀκάρπιστος: -ον, = ἀκάρπωτος, = ἔνθα οὐδὲν ὑπάρχει πρὸς θερισμόν, ἄκαρπος περὶ τῆς θαλάσσης, ὡς τὸ ἀτρύγητος, Εὐρ. Φοίν. 210· ἴδε περίρρυτος 2.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀκάρπιστος, -ον) καρπίζω
ο άκαρπος, ο άγονος
νεοελλ.
1. αυτός που δεν έχει καρπίσει ακόμη, που δεν έχει αρχίσει να καρποφορεί
2. ο ανώφελος, εκείνος που δεν προσφέρει τίποτε.
Greek Monotonic
ἀκάρπιστος: -ον (καρπίζω), ο τόπος όπου δεν υπάρχει τίποτα για κοπή, για θερισμό, για δρέψιμο, τόπος άκαρπος· λέγεται για τη θάλασσα, όπως το ἀτρύγητος, σε Ευρ.
Middle Liddell
καρπίζω
where nothing is to be reaped, unfruitful, of the sea, like ἀτρύγετος, Eur.