ἀκέραυνος
From LSJ
English (LSJ)
ἀκέραυνον, = ἀκεραύνωτος (not lightning-struck, not struck by lightning), of Capaneus, A. Fr. 17.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
épargné par la foudre.
Étymologie: ἀ, κεραυνός.
German (Pape)
nicht vom Blitz getroffen, ἄρουρα, Aesch. fr. 15 bei EM.
Russian (Dvoretsky)
ἀκεραύνωτος: не пораженный молнией
Greek (Liddell-Scott)
ἀκέραυνος: -ον, = τῷ ἑπομ., ἐπὶ τοῦ Καπανέως, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 15.
Spanish
Greek Monolingual
ἀκέραυνος, -ον (Α) κεραυνός
ο ακεραύνωτος.