ἀλέασθαι
From LSJ
σκῆπτρον χρυσείοις ἥλοισι πεπαρμένον → sceptre pierced with golden studs, staff studded with golden nails
English (LSJ)
ἀλέασθε, v. ἀλέομαι. ἀλέατα, v. ἀλείατα.
Spanish (DGE)
v. ἀλεύω.
German (Pape)
French (Bailly abrégé)
inf. ao. épq. de ἀλέομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ἀλέασθαι ep. inf. aor. van ἀλέομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἀλέασθαι: эп. inf. к ἀλέομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλέασθαι: ἀλέασθε, τύποι Ἐπ. ἀόρ. α΄ τοῦ ἀλέομαι.
English (Autenrieth)
see ἀλέομαι.
Greek Monotonic
ἀλέασθαι: ἀλέασθε, Επικ. απαρ. αορ. αʹ και βʹ πληθ. του ἀλέομαι· ἀλέαιτο, γʹ ενικ. ευκτ.