ἀλίθιος
From LSJ
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
English (LSJ)
Dor. for ἠλίθιος.
Spanish (DGE)
v. ἠλίθιος.
German (Pape)
French (Bailly abrégé)
dor. c. ἠλίθιος.
Russian (Dvoretsky)
ἀλίθιος: (ᾱ) дор. = ἠλίθιος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλίθιος: Δωρ. ἀντὶ ἠλίθιος.
English (Slater)
ᾱλῐθιος purposeless (but cf. Wil., S. & S., 176̆{1}.) χόλος δοὐκ ἀλίθιος γίνεται παίδων Διός (P. 3.11)
Greek Monotonic
ἀλίθιος: Δωρ. αντί ἠλίθιος.