ἀμέθεκτος

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμέθεκτος Medium diacritics: ἀμέθεκτος Low diacritics: αμέθεκτος Capitals: ΑΜΕΘΕΚΤΟΣ
Transliteration A: améthektos Transliteration B: amethektos Transliteration C: amethektos Beta Code: a)me/qektos

English (LSJ)

ἀμέθεκτον, imparticipable, Alex.Aphr.in Metaph.637.12, Simp.in de An.218.5, Procl.Inst.23, al.; αἰτίαι Chrysipp.(?) Stoic.2.308. Adv. ἀμεθέκτως = without participating Ascl.in Metaph.115.36.

Spanish (DGE)

-ον
fil.
1 que no admite participación del mundo suprasensible, etc. τάς τε ἀμεθέκτους αἰτίας καὶ τὰς μεθεκτάς Chrysipp.Stoic.2.308, ἡ δὲ σοφία τῶν χωριστῶν ἐστι καὶ παντελῶς ἀμεθέκτων Alex.Aphr.in Metaph.637.12, cf. Procl.Inst.23, Dam.Pr.104, 136ter, Simp.in de An.218.5, Ascl.in Metaph.115.36, ὁ ἀ. νοῦς Cat.Cod.Astr.9(1).121.
2 adv. ἀμεθέκτως = sin admitir participación en el mismo sent. ἀμεθέκτως μὲν γὰρ μετέχουσι τῆς ἀληθείας τὰ νοητά Ascl.in Metaph.115.36.

German (Pape)

[Seite 120] nicht theilnehmend, Orph. frg.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμέθεκτος: -ον, μὴ μετέχων, καὶ ἐπίρρ. ἀμεθέκτως Ἐκκλ.

Greek Monolingual

ἀμέθεκτος, -ον (Α)
αυτός που δεν μετέχει σε κάτι, αμέτοχος, ξεχωριστός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητικό + μεθεκτὸς < μετέχω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀμεθεξία.