ἀμίσθωτος
ἀνδρῶν γὰρ ἐπιφανῶν πᾶσα γῆ τάφος → for illustrious men have the whole earth for their tomb, for heroes have the whole earth for their tomb, the whole earth is the tomb of famous men
English (LSJ)
ἀμίσθωτον,
A not let, bringing no return, οἶκος D. 30.6, cf. BCH35.14 (Delos).
II unhired, D.S.18.21.
Spanish (DGE)
-ον
1 de casas no alquilado, que no paga alquiler οἶκος D.30.6, cf. quizá ID 104-32.6 (Delos III a.C.).
2 de pers. no pagado, que no ha recibido la paga <τῶν> ἀμισθώτων γενομένων πολλοὶ διεπλανῶντο ζητοῦντες τοὺς μισθοδοτήσοντας D.S.18.21, cf. Poll.6.191.
German (Pape)
[Seite 125] unvermiethet, οἶκος Dem. 30, 6; noch nicht in Sold genommen, ξένοι Diod. S. 18, 21.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 non loué, qui ne procure aucun revenu;
2 non salarié.
Étymologie: ἀ, μισθόω.
Russian (Dvoretsky)
ἀμίσθωτος:
1 не сдаваемый в наем, не приносящий дохода (οἶκος Dem.);
2 неоплачиваемый (ξένοι Diod.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀμίσθωτος: -ον, ὁ μὴ μισθωθείς, μὴ ἀποφέρων εἰσόδημά τι, οἶκος Δημ. 865. 20. ΙΙ. ὁ μὴ μισθωθείς, Διόδ. 18. 21. - Ἐπίρρ. -τί, Ἰουστῖν. Μάρτ.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀμίσθωτος, -ον)
αυτός που δεν μισθώθηκε, δεν ενοικιάστηκε, και που επομένως δεν αποφέρει μισθό, εισόδημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερ. + μισθωτὸς < μισθῶ -ώνω].
Greek Monotonic
ἀμίσθωτος: -ον (μισθόω), αυτός που δεν αποφέρει εισόδημα, σε Δημ.
Middle Liddell
μισθόω
bringing in no rent, Dem.