ἀμφωτίς
ταυτὶ γὰρ συκοφαντεῖσθαι τὸν Ἕκτορα ὑπὸ τοῦ Ὁμήρου → that is a false charge brought against Hector by Homer
Spanish (DGE)
ἄμφωτις, -ιδος, ἡ
• Alolema(s): tb. ἀμφωτίς
1 vasija de dos asas quizá f.l. por ἄμφωξις Eust.1624.30.
2 plu. orejeras llevadas por los luchadores, A.Fr.149, Pl.Com.230, cf. Poll.10.175, Plu.2.38a, cf. Paus.Gr.α 108, Hsch., EM 1208.
German (Pape)
[Seite 146] ίδος, ἡ, auch ἄμφωτις geschrieben, eine vollene od. lederne Ohrbedeckung (Poll. 10, 175 aus Plat. com. u. Aeschyl.). deren sich die Faustkämpfer bedienten, Plut. Symp. 7, 5, 4; de audit. 2; cf. E. M. 93. 12, der sie χαλκᾶ nennt; auch ein zweihenkliges Gefäß, Becher aus Holz, der Bauern, zum Melken, Ath. XI, 783 c, wofür E. M. 94, 7 ἄμφωξις steht. – Nach Poll. 2, 83 auch gleich ἐπωτίς.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
oreillère des lutteurs.
Étymologie: ἀμφί, οὖς.
Greek Monolingual
ἄμφωτις (-ιδος) και ἀμφωτὶς (-ίδος), η (Α)
1. μικρός κάδος με δύο λαβές
2. κάλυμμα για τα αφτιά, που φορούσαν οι νεαροί πυγμάχοι κατά τη διάρκεια της άσκησης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφ(ι)- + οὖς, ὠτός.
Russian (Dvoretsky)
ἀμφωτίς: ίδος ἡ (у кулачных бойцов) наушник Plut.