ἀνατοιχέω

From LSJ

Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαRoot of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)

The Bible, 1 Timothy, 6:10
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνατοιχέω Medium diacritics: ἀνατοιχέω Low diacritics: ανατοιχέω Capitals: ΑΝΑΤΟΙΧΕΩ
Transliteration A: anatoichéō Transliteration B: anatoicheō Transliteration C: anatoicheo Beta Code: a)natoixe/w

English (LSJ)

(τοῖχος) roll from side to side, especially of sailors in a storm: metaph., Arr.Epict.3.12.7; διατοιχέω is preferred by Phryn.139, Poll.1.114.

Spanish (DGE)

fig. dar tumbos, balancearse como un barco en medio de una tormenta, Arr.Epict.3.12.7
se prefiere διατοιχέω en Phryn.132, Poll.1.114, AB 89.20.

German (Pape)

[Seite 211] (τοῖχος), von einer Seite (des Schiffes) auf die andere schwanken; die Gramm. ziehen διατοιχέω vor, w. m. s.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνατοιχέω: (τοῖχος) μεταπίπτω ἢ μετακυλίομαι ἀπὸ τοῦ ἑνὸς τοίχου (τῆς πλευρᾶς) τοῦ πλοίου εἰς τὸν ἕτερον, ἰδίως ἐπὶ ἐπιβατῶν ἐν καιρῶ τρικυμίας: μεταφ., «ἑτεροκλινῶς ἔχω πρὸς ἡδονήν· ἀνατοιχήσω ἐπὶ τὸ ἐναντίον ὑπὲρ τὸ μέτρον, τῆς ἀσκήσεως ἕνεκα» Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 12, 7, ἔνθα ἴδε σημ. Κοραῆ, σ. 379· καὶ πρβλ. Ἀριστοφ. Βατρ. 534· οἱ Γραμμ. προτιμῶσι τὴν γραφὴν διατοιχέω, Λοβ. Φρύνιχ. 161.