ἀνατροχάζω
From LSJ
ἐξ ὀνύχων λέοντα τεκμαίρεσθαι → judge by the claws, judge by a slight but characteristic mark, small traits give the clue to the character of a person, deduce something from a small indication, identify a lion from its claws
English (LSJ)
= ἀνατρέχω, κοχλιοειδῶς Ph.Byz.Mir.1.4.
Spanish (DGE)
recorrer Ph.Byz.Mir.1.4.
German (Pape)
[Seite 212] und ἀνατροχάω, Sp., für ἀνατρέχω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνατροχάζω: τύπος μεταγεν. τοῦ ἀνατρέχω, Φίλων Βυζ. περὶ τῶν ἑπτὰ θαυμάτων 1.
Greek Monolingual
(Α ἀνατροχάζω)
(για πυροβόλα) μετακινούμαι προς τα πίσω κατά την εκπυρσοκρότηση, οπισθοδρομώ
αρχ.
τρέχω προς τα επάνω ή προς τα πίσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα- + τροχάζω («τρέχω») < τροχός.
ΠΑΡ. ανατροχασμός].