ἀναφρονέω
From LSJ
ἡ ὑπόστασίς μου ὡσεὶ οὐθὲν ἐνώπιόν σου → mine age is as nothing before thee
English (LSJ)
come back to one's senses, X.An.4.8.21, D.C.60.14; ἀναφρονέων· ἀναλογιζόμενος, Hsch.
Spanish (DGE)
1 volver en si, volver a su sano juicio X.An.4.8.21, D.C.60.14.2, Ael.Fr.229.
2 ἀναφρονέων· ἀναλογιζόμενος Hsch.
German (Pape)
[Seite 214] wieder vernünftig werden, Xen. An. 4, 8, 21.
French (Bailly abrégé)
ἀναφρονῶ :
recouvrer son bon sens.
Étymologie: ἀνά, φρονέω.
Russian (Dvoretsky)
ἀναφρονέω: приходить в себя, опомниться: τῇ ὑστεραίᾳ ἀνεφρόνουν Xen. на следующий день они образумились.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναφρονέω: ἐπανέρχομαι εἰς τὰς φρένας μου, ἀμφὶ δὲ τὴν αὐτήν πως ὥραν ἀνεφρόνουν Ξεν. Ἀν. 4. 8, 21. Δίων Κ. 60. 14.
Greek Monotonic
ἀναφρονέω: μέλ. -ήσω, επανέρχομαι στις αισθήσεις μου, σε Ξεν.