ἀνεπιλόγιστος
Ἆρ' ἐστὶ συγγενές τι λύπη καὶ βίος → Res sunt cognatae vita et anxietudines → Es sind ja Leid und Leben irgendwie verwandt
English (LSJ)
ἀνεπιλόγιστον, unable to consider, c. gen., τῶν ἐναργειῶν Diogenian.Epicur.3.25; inconsiderate, thoughtless, Epicur.Sent.Vat.63, Sor.1.48; τῶν παθῶν Phld.Ir.p.24W., Mitteis Chr.361 (iv A. D.). Adv. ἀνεπιλογίστως Pl.Ax.365d, 369e:—Subst. ἀνεπιιστία, ἡ, Sch.Od.15.225:—Verb ἀνεπιιστέω, Phld.Ir.p.19 W. (Pass.).
Spanish (DGE)
-ον
I 1incapaz de considerar c. gen. καθαριότητος Epicur.Sent.Vat.[6] 63, τῶν ἐναργειῶν Diogenian.Epicur.3.25, τῶν παθῶν Phld.Ir.p.24.
2 irreflexivo παντελῶς δέ ἐστιν ἀνεπιλόγιστον μὴ συνιδεῖν Sor.33.35.
3 no reflexionado Hsch.
II adv. -ως irreflexivamente συνάπτεις Pl.Ax.365d, 369c.
German (Pape)
[Seite 224] unüberlegt, unbesonnen, adv., Plat. Ax. 365 d; – nicht zu berechnen?
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεπιλόγιστος: -ον, ἀπερίσκεπτος, ἀσυλλόγιστος: - Ἐπίρρ. -τως Πλάτ. Ἀξ. 365D, 369Ε: - οὐσιαστ. -ιστία, ἡ, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Ο. 225: - Ρῆμ. -ιστέω Φιλόδημ. π. Ὀργ. 1. 37.
Greek Monolingual
ἀνεπιλόγιστος, -ον (Α)
απερίσκεπτος, ασυλλόγιστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + επιλογίζομαι «λαμβάνω υπ’ όψιν, υπολογίζω»].