ἀνταποδοτικός

From LSJ

αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνταποδοτικός Medium diacritics: ἀνταποδοτικός Low diacritics: ανταποδοτικός Capitals: ΑΝΤΑΠΟΔΟΤΙΚΟΣ
Transliteration A: antapodotikós Transliteration B: antapodotikos Transliteration C: antapodotikos Beta Code: a)ntapodotiko/s

English (LSJ)

ἀνταποδοτική, ἀνταποδοτικόν,
A = ἀμοιβαῖος, in return, mutual, that gives back, remunerative, in relation, Sch.Opp.H.2.255.
II Gramm., belonging to or marking ἀνταπόδοσις, Plb. Rh.p.107S.; of pronouns, correlative, A.D.Adv.158.24, Conj.237.9, al. Adv. ἀνταποδοτικῶς = in return Sch.A.R.1.5.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I que se da a cambio de o en compensación ἀμυντικὴ καὶ ἀνταποδοτικὴ τῶν χειρόνων προαίρεσις Origenes Princ.3.1.16, cf. Sch.Opp.H.2.255
subst. τὸ τῆς δικαιοσύνης ἀνταποδοτικόν Cyr.H.Catech.18.4.
II gram.
1 provisto de correspondencia, con dos términos εἰσὶ δὲ τῶν παραβολῶν αἱ μὲν ἀνταποδοτικαί Plb.Rh.p.107.
2 correlativo de pronombres, A.D.Adu.158.24, Coni.237.9, D.T.636.12, 637.13.
III adv. ἀνταποδοτικῶς = correlativamente Sch.A.R.1.5a.

German (Pape)

[Seite 244] vergeltend, Sp. – Bei Gramm. einen Gegensatz anzeigend, αντωνυμίαι ἀνταποδοτικαί, Pronomina correlativa, wie τοιοῦτος.

Russian (Dvoretsky)

ἀνταποδοτικός: грам. соотносительный (ἀντωνυμίαι).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνταποδοτικός: -ή, -όν, παρὰ Γραμμ., ἀνήκων εἰς ἀνταπόδοσιν ἢ ἀποτελῶν ἀνταπόδοσιν˙ προσέτι αἱ συσχετικαὶ ἀντωνυμίαι ὀνομάζονται ἀνταποδοτικαί. - Ἐπίρρ. ἀνταποδοτικῶς Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 5.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἀνταποδοτικός, -ή, -όν)
(Γραμμ.) ανταποδοτικές αντωνυμίες
οι συσχετικές, αυτές που έχουν σειρά από αντίστοιχους τύπους
νεοελλ.
αυτός που αναφέρεται στην ανταπόδοση ή την χαρακτηρίζει
αρχ.
ο αμοιβαίος.