ἀντιδιατίθεμαι

From LSJ

Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann

Menander, Monostichoi, 363

French (Bailly abrégé)

être dans des dispositions contraires, d'où
1 résister;
2 être opposant.
Étymologie: ἀντιδιατίθημι.

English (Strong)

from ἀντί and διατίθεμαι; to set oneself opposite, i.e. be disputatious: that oppose themselves.

Greek Monotonic

ἀντιδιατίθεμαι: Μέσ., προσφέρω αντίσταση, τοὺς ἀντιδιατιθεμένους, εχθροί, αντίπαλοι, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

to offer resistance, τοὺς ἀντιδιατιθεμένους opponents, NTest.