ἀντιπαραγωγή
Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld
English (LSJ)
ἡ,
A flank march, Id.†.10 (pl.), 11.18.2, Plu.Pyrrh.21.
2 metaph., machinations, UPZ20.44 (ii B.C.).
II in plural, hostility, πρός τινα Plb.10.37.2, al.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
1 avance o marcha en forma paralela al enemigo, c. dat. τῷ τυράννῳ Plb.11.18.2, abs. en plu., Plb.9.3.10, Plu.Pyrrh.21.
2 fig. maquinación, maniobra hostil τὴν τῆς Νεφόριτος ἀντιπαραγωγήν PLeid.B 2.21 (II a.C.), cf. UPZ 110.135 (II a.C.).
3 hostilidad πρὸς (τοὺς) ἄλλους στρατηγούς Plb.10.37.2, παντὶ διὰ παντὸς ἀνθρώπῳ LXX Es.3.13e.
German (Pape)
[Seite 257] ἡ, der Marsch dem Feinde gegenüber od. zur Seite, Pol. 9, 3; das Gegenausrücken gegen den anrückenden Feind, Pol. 10, 37; Plut. Pyrrh. 21.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
mouvement en avant contre (l'ennemi).
Étymologie: ἀντιπαράγω.
Russian (Dvoretsky)
ἀντιπαρᾰγωγή: ἡ
1 движение против (кого-л.) (τῶν στρατοπέδων ἀντιπαραγωγαί Polyb.);
2 параллельное (противнику) движение (διακλίσεις καὶ ἀντιπαραγωγαί Plut.);
3 враждебность, неприязнь (πρός τινα Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιπαρᾰγωγή: ἡ, ἡ κατὰ πολεμίων ἐπέλασις στρατοῦ, Πολύβ. 9. 3, 10, καὶ ἀλλ. ΙΙ. ἐχθρικὴ διάθεσις, πρός τινα ὁ αὐτ. 10. 37, 2, κ. ἀλλ.
Greek Monolingual
ἀντιπαραγωγή, η (Α)
1. επέλαση στρατεύματος εναντίον εχθρού
2. πληθ. εχθρότητα.