ἀντιπαράγω
Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht
English (LSJ)
[ᾱγ],
A shift in order to meet attacks, τοὺς σάκκους J.BJ 3.7.20:—Pass., to be shifted in the other direction, Paul.Aeg.6.3.
2 Pass., to be produced correspondingly, Plot.2.4.11.
3 adduce, allege on the other side, Plu.2.719c: abs., argue on the other side, Phld. Rh.2.267S., cf. Vit.p.4J.
II more freq. intr., lead an army against, advance to meet the enemy, X.Cyr.1.6.43.
2 march parallel with, skirt, ταῖς ὑπωρείαις Plb.1.77.2, cf. 3.53.4.
Spanish (DGE)
I tr.
1 mover para resistir un ataque τοὺς σάκκους I.BI 3.224
•mover en dirección contraria en v. pas. Paul.Aeg.6.3.
2 alegar a su vez ἰδίαν δέ τινα δόξαν Plu.2.719c
•abs. argumentar a su vez Phld.Rh.2.267, cf. Vit.p.4.
II intr.
1 guiar un ejército para hacer frente, avanzar contra el enemigo abs. X.Cyr.1.6.43, c. dat. τοῖς Αἰτωλοῖς Plb.4.10.2, αὐτῷ LXX 1Ma.13.20, cf. Plb.4.10.3, 9.26.4.
2 marchar de forma paralela al enemigo, c. dat. τοῖς Καρχηδονίοις Plb.1.77.4, τοῖς πολεμίοις Plb.3.90.1, ταῖς παρωρείαις Plb.3.53.4
•abs. Plb.1.77.2, 3.53.4, I.AI 13.207
•en v. med. fig. τὸ ποιὸν ἀντιπαραγόμενον ἴσχει τῷ ποσῷ la cualidad se desarrolla creciendo de forma paralela a la cantidad Plot.2.4.11.
German (Pape)
[Seite 257] (s. ἄγω). das Heer gegen den anrückenden Feind ausführen; meist mit ausgelassenem στρατόν, scheinbar intrans., ausrücken, Xen. Cyr. 1, 6, 43; Pol. 1, 84, der es aber auch in der Bdtg daneben, entlang, entgegenrücken braucht, z. B. ταῖς παρωρείαις 3, 53; s. 1, 77. 3, 101.
French (Bailly abrégé)
1 produire contre, opposer;
2 faire avancer (s.e. στρατόν des troupes) contre, marcher contre l'ennemi;
3 venir à la rencontre l'un de l'autre par deux routes différentes.
Étymologie: ἀντί, παράγω.
Russian (Dvoretsky)
ἀντιπαράγω:
1 (sc. στρατόν) двигаться (с войском), выступать на сближение с противником Xen.;
2 двигаться параллельно (ταῖς ὑπωρείαις Polyb.);
3 выдвигать в противовес (чему-л.) (ἰδίαν τινὰ δόξαν Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιπαράγω: προσάγω τι ἀπέναντι ἄλλου, ὅπερ ἀπορρίπτω, ὁ δὲ τοῦτο μὲν ἀπεῖπεν, ἰδίαν δέ τινα δόξαν ἀντιπαρήγαγεν Πλούτ. 2. 719C: ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον, ΙΙ. ἀμετ., ἄγω τὸν στρατὸν ἐναντίον τινός, προχωρῶ εἰς ἀπάντησιν τοῦ ἐχθροῦ, Ξεν. Κύρ. 1. 7, 43. 2) πορεύομαι, παρελαύνω παραλλήλως πρός τινα, μ. δοτ. ὁ δ’ οὖν Ἀλέξανδρος τὴν μὲν στρατιὰν προσέταξεν ἐπὶ τὸν ποταμὸν ἀντιπαράγειν ταῖς ναυσὶν Διόρ. Σικ. 17. 102.
Greek Monolingual
ἀντιπαράγω (Α)
1. παραθέτω, παρουσιάζω κάτι αντί άλλου που απέρριψα
2. οδηγώ στράτευμα εναντίον κάποιου
3. προχωρώ για να συναντήσω τον εχθρό
4. βαδίζω παράλληλα σε κάτι ή γύρω από κάτι.
Greek Monotonic
ἀντιπαράγω: μέλ. -ξω, αμτβ. (ενν. στρατόν), οδηγώ τον στρατό εναντίον, προχωρώ για να συναντήσω τον εχθρό, σε Ξεν.
Middle Liddell
[sub. στρατόν]
to lead the army against, advance to meet the enemy, Xen.