ἀνόστεος
English (LSJ)
ἀνόστεον, boneless, of the polypus, Hes.Op.524 (Lacon. acc. to Clitarch. ap. Procl.ad loc.) cf. Hp.Epid.2.2.19; ἀ. ἡ καρδία Arist.PA 666b17; τὰ περὶ τὴν κοιλίαν ib.655a2; φυὴ μελέων Opp.H.1.639.
Spanish (DGE)
-ον
1 subst. ὁ ἀ. el sin hueso Hes.Op.524 (se ha propuesto el falo, pero prob. pulpo o lombriz o caracol, cf. Hsch.).
2 adj. que no tiene hueso, sin hueso de un feto, Hp.Epid.2.2.19, ἡ καρδία Arist.PA 666b17, τὰ δὲ περὶ τὴν κοιλίαν Arist.PA 655a2, φυὴ μελέων καὶ ἀ. Opp.H.1.639, μαλάκια δὲ καλεῖται ὅσα ἀνόστεά ἐστι Ael.NA 11.37.
German (Pape)
[Seite 242] ohne Knochen, Hes. O. 524, von Meerpolypen; Nic. Al. 296; Opp. H. 1, 639.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans os.
Étymologie: ἀ, ὀστέον.
Russian (Dvoretsky)
ἀνόστεος: лишенный костей, бескостный (sc. ὁ πολύπους Hes.; καρδία Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνόστεος: -ον, ὁ στερούμενος ὀστῶν, ἐπὶ τοῦ πολύποδος ἢ ὀκτάποδος, Ἡσ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. 422· ἀν. ἡ καρδία, Ἀριστ. περὶ Ζ. Μορ. 3. 4, 21· τὰ περὶ τὴν κοιλίαν αὐτόθι 2. 9, 8· φυὴ μελέων Ὀππ. Ἁλ. 1. 639.
Greek Monolingual
ἀνόστεος, -ον (Α)
ο χωρίς οστά («ἀνόστεος ἡ καρδία»).
Greek Monotonic
ἀνόστεος: -ον (ὄστεον), αυτός που δεν έχει κόκκαλα, λέγεται για τον πολύποδα (χταπόδι), σε Ησίοδ.
Middle Liddell
[ὄστεον]
boneless, of the polypus, Hes.