ἀνόστεος

From LSJ

Ὁ δ' ἀνεξέταστος βίος οὐ βιωτὸς ἀνθρώπῳ → The unexamined life is not worth living

Plato, Apology of Socrates 38a
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνόστεος Medium diacritics: ἀνόστεος Low diacritics: ανόστεος Capitals: ΑΝΟΣΤΕΟΣ
Transliteration A: anósteos Transliteration B: anosteos Transliteration C: anosteos Beta Code: a)no/steos

English (LSJ)

ἀνόστεον, boneless, of the polypus, Hes.Op.524 (Lacon. acc. to Clitarch. ap. Procl.ad loc.) cf. Hp.Epid.2.2.19; ἀ. ἡ καρδία Arist.PA 666b17; τὰ περὶ τὴν κοιλίαν ib.655a2; φυὴ μελέων Opp.H.1.639.

Spanish (DGE)

-ον
1 subst. ὁ ἀ. el sin hueso Hes.Op.524 (se ha propuesto el falo, pero prob. pulpo o lombriz o caracol, cf. Hsch.).
2 adj. que no tiene hueso, sin hueso de un feto, Hp.Epid.2.2.19, ἡ καρδία Arist.PA 666b17, τὰ δὲ περὶ τὴν κοιλίαν Arist.PA 655a2, φυὴ μελέων καὶ ἀ. Opp.H.1.639, μαλάκια δὲ καλεῖται ὅσα ἀνόστεά ἐστι Ael.NA 11.37.

German (Pape)

[Seite 242] ohne Knochen, Hes. O. 524, von Meerpolypen; Nic. Al. 296; Opp. H. 1, 639.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans os.
Étymologie: , ὀστέον.

Russian (Dvoretsky)

ἀνόστεος: лишенный костей, бескостный (sc.πολύπους Hes.; καρδία Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνόστεος: -ον, ὁ στερούμενος ὀστῶν, ἐπὶ τοῦ πολύποδος ἢ ὀκτάποδος, Ἡσ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. 422· ἀν. ἡ καρδία, Ἀριστ. περὶ Ζ. Μορ. 3. 4, 21· τὰ περὶ τὴν κοιλίαν αὐτόθι 2. 9, 8· φυὴ μελέων Ὀππ. Ἁλ. 1. 639.

Greek Monolingual

ἀνόστεος, -ον (Α)
ο χωρίς οστά («ἀνόστεοςκαρδία»).

Greek Monotonic

ἀνόστεος: -ον (ὄστεον), αυτός που δεν έχει κόκκαλα, λέγεται για τον πολύποδα (χταπόδι), σε Ησίοδ.

Middle Liddell

[ὄστεον]
boneless, of the polypus, Hes.