ἀποδυσπετέω
Ὥσπερ οἱ ἐρωτικοὶ ἀπὸ τῶν ἐν αἰσθήσει καλῶν ὁδῷ προϊόντες ἐπ' αὐτὴν καταντῶσι τὴν μίαν τῶν καλῶν πάντων καὶ νοητῶν ἀρχήν → Just as lovers systematically leave behind what is fair to sensation and attain the one true source of all that is fair and intelligible
English (LSJ)
desist through impatience, Arist.Top.163b19; περὶ αὐτὴν τὴν ἐπιθυμίαν Plu.2.502e; πρός τι Luc.Rh.Pr.3; σχέτλια ἀ. Alciphr.3.74. (πετ-, root of πίπτω.)
Spanish (DGE)
1 intr. desistir ἐν τούτοις γὰρ ἀποδυσπετοῦσιν οἱ ἀποκρινόμενοι πολλάκις Arist.Top.163b19, περὶ αὐτὴν τὴν ἐπιθυμίαν Plu.2.502e, πρὸς τὸ μέγεθος Luc.Rh.Pr.3
•perder la esperanza ἀ. ἐπὶ τοῖς ἁμαρτήμασι τοῦ λαοῦ Clem.Al.Strom.3.16.100, abs. Plb.33.17.2, M.Ant.4.32.
2 lamentar σχέτλια ... ἀ. Alciphr.3.42.2, cf. Hsch.
French (Bailly abrégé)
ἀποδυσπετῶ :
se décourager, se dégoûter.
Étymologie: ἀπό, δυσπετής.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποδυσπετέω: ἀφίσταμαι, ἀπέχομαί τινος ἕνεκεν ἐλλείψεως ὑπομονῆς, Ἀριστ. Τοπ. 8. 14, 4· περί τι Πλούτ. 2. 502Ε· πρός τι Λουκ. Ρητ. διδ. 3.
Russian (Dvoretsky)
ἀποδυσπετέω: терять терпение, бросать с досады, приходить в отчаяние (ἔν τινι Arst.; περί τι Plut.; πρός τι Luc.).
German (Pape)
aus Ungeduld abstehen von etwas, verzweifeln, Arist. Top. 8.14 Luc. Hermot. 5, rhet.praec. 3; περί τι Plut. garr. 2; trotzig sein.