ἀπολαυστός
Μεγάλοι δὲ λόγοι μεγάλας πληγὰς τῶν ὑπεραύχων ἀποτίσαντες γήρᾳ τὸ φρονεῖν ἐδίδαξαν → The great words of the arrogant pay the penalty by suffering great blows, and teach one to reason in old age
English (LSJ)
ἀπολαυστόν, enjoyed, enjoyable, Epicur.Ep.3p.60U., Phld.Ir.p.84 W., Ph.1.572, Diotog. ap.Stob.4.7.62, Plu.Comp.Arist.Cat.4.
Spanish (DGE)
-όν
agradable, placentero ἀπολαυστὸν ποιεῖ τὸ τῆς ζωῆς θνητόν Epicur.Ep.[4] 124, τὸ ... ἐπιθυμεῖν τῆς κολάσεως καθάπερ ἀπολαυστοῦ τινος el desear el castigo como algo agradable Phld.Ir.42.22, de la amistad PRoss.Georg.2.43.7 (II/III d.C.), πλοῦτος Plu.Comp.Arist.Cat.4, cf. Ph.1.572.
German (Pape)
[Seite 310] zu genießen, Plut. Arist. et Cat. 4.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
dont on peut jouir.
Étymologie: ἀπολαύω.
Russian (Dvoretsky)
ἀπολαυστός: могущий дать наслаждение Plut., Epicur. ap. Diog. L.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπολαυστός: -όν, ὅν ἀπολαύει τις ἤ δύναται νὰ ἀπολαύσῃ, Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 124, Πλουτ. Κάτων Πρεσβύτ. 4.
Greek Monolingual
ἀπολαυστός, -ή, -όν (Α)
εκείνος που τον απολαμβάνει ή που είναι δυνατόν να τον απολαύσει κάποιος.
Greek Monotonic
ἀπολαυστός: -όν, αυτός που απολαμβάνει ή μπορεί κάποιος να απολαύσει, απολαυστικός, τερπνός, σε Πλούτ.