ἀποτροπιαστικός

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποτροπιαστικός Medium diacritics: ἀποτροπιαστικός Low diacritics: αποτροπιαστικός Capitals: ΑΠΟΤΡΟΠΙΑΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: apotropiastikós Transliteration B: apotropiastikos Transliteration C: apotropiastikos Beta Code: a)potropiastiko/s

English (LSJ)

ἀποτροπιαστική, ἀποτροπιαστικόν, fit for averting, Eust.ad D.P.723.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
conjurador φασμάτων de cierta piedra, Eust.in D.P.723.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Μ ἀποτροπιαστικός, -ή, -όν)
νεοελλ.
αυτός που προκαλεί αποτροπιασμό, ο αποτρόπαιος
μσν.
ο κατάλληλος να αποτρέψει κάποιο κακό.