ἀρδηθμός
From LSJ
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)
English (LSJ)
ὁ, = ἀρδμός, Lyc.622, Nic.Th.401.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
1 lluvia, Διός Lyc.622.
2 abrevadero de serpientes Nic.Th.401.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρδηθμός: ὁ, ἄρδευσις, πότισμα, ἀρδηθμῷ Διὸς Λυκόφρ. 622, Νικ. Θ. 401.
Greek Monolingual
ἀρδηθμός, ο (Α)
άρδευση, πότισμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του αρδμός].
German (Pape)
ὁ, = ἀρδμός, Lycophr. 622; Nic. Ther. 401.