ἀροτός
Ὁ θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.
English (LSJ)
ἀροτή, ἀροτόν,
A arable, Theognost.Can.95.
II ἀροτόν· τὸν ὁλκὸν τοῦ Ἕκτορος ἢ τὸ ἀντίσταθμον A.Fr.270 (ap. Hsch.).
Spanish (DGE)
-ή, -όν
arable γῆ PLugd.Bat.17.17.14, cf. Theognost.Can.95.14.
German (Pape)
[Seite 357] ὁ, 1) die Zeit des Ackerns, Hes. – 2) das Jahr, Soph. Tr. 69. 822. S. das vor.
Greek (Liddell-Scott)
ἀροτός: -ή, -όν, δύναταί τις νὰ ἀρόσῃ, ὀργώσῃ, καὶ ὁ ἀρηρομένος, Θεογνώστου Καν. 95.
Greek Monolingual
ἄροτος, ο (Α) αρώ
1. ο καλλιεργήσιμος αγρός
2. ο καρπός του αγρού, η σοδειά, η συγκομιδή
3. το όργωμα, η καλλιέργεια
4. η εποχή για καλλιέργεια
5. μτφ. η γέννηση παιδιών.
Translations
Azerbaijani: əkinəyararlı, əkinə yararlı; Bulgarian: орна; Catalan: cultivable; Chinese Mandarin: 可耕的, 耕地; Czech: orný; Danish: dyrkbar; Dutch: bebouwbaar; Esperanto: kultivebla; Finnish: viljelyskelpoinen; French: arable, cultivable; German: bebaubar, anbaufähig, urbar; Hungarian: művelhető; Indonesian: layak tanam; Interlingua: arabile; Irish: arúil; Italian: arabile; Latin: arvus; Malayalam: കൃഷിയോഗ്യമായ; Maori: tāmata; Middle English: arable, erable; Norwegian Bokmål: dyrkbar; Nynorsk: dyrkbar; Polish: orny; Portuguese: arável, agricultável; Romanian: arabil; Russian: пахотный; Spanish: arable, cultivable; Swedish: odlingsbar