ἀρχαιολόγος

From LSJ

καὶ νῦν ἀτεχνῶς ἐθέλω παρέχειν ὅ τι βούλει σοι, πλὴν κωλακρέτου γάλα πίνειν → and now I want to provide you with absolutely anything you want, except paymaster's milk to drink

Source

German (Pape)

[Seite 364] ὁ, Alterthumsforscher; der die alte Geschichte erzählt.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρχαιολόγος: -ον, ὁ πραγματευόμενος περὶ ἀρχαίων πραγμάτων, ἀρχαιολόγου ἱστορίας Θεόδ. Στουδ. σ. 548.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ 1 [[actor que representaba tipos del drama antiguo por op. al βιολόγοςmimo’ que representaba tipos de la vida cotidiana]] IG 22.2153.7 (II/III d.C.), Atellani σκηνικοί, ἀρχαιολόγοι, βιολόγοι Gloss.2.22.
2 anticuario λιβραρίῳ ἤτοι ἀρχαιολόγῳ librario siue antiquario, DP 7.69.

Greek Monolingual

ο, η (Μ ἀρχαιολόγος)
νεοελλ.
αυτός που μελετά τα μνημεία, τη ζωή και την τέχνη της αρχαιότητας
μσν.
εκείνος που αναφέρεται στο απώτερο παρελθόν («ἀρχαιολόγου ἱστορίας»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχαίος + -λόγος < λόγος < λέγω.

Greek Monotonic

ἀρχαιολόγος: ὁ (λέγω), μελετητής της αρχαιότητας.

Middle Liddell

λέγω
an antiquary.