ἀσκητέος

From LSJ

τῶν οἰκιῶν ὑμῶν ἐμπιπραμένων αὐτοὶ ᾄδετε → your homes are on fire and all you can do is sing

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσκητέος Medium diacritics: ἀσκητέος Low diacritics: ασκητέος Capitals: ΑΣΚΗΤΕΟΣ
Transliteration A: askētéos Transliteration B: askēteos Transliteration C: askiteos Beta Code: a)skhte/os

English (LSJ)

α, ον,
A to be practised, X.Cyr.5.3.43, Jul.Ep.89.
II ἀσκητέον one must practise, σοφίαν, σωφροσύνην, Pl.Grg. 487c, 507d; ποῖα πρὸς ποίους ἀ. Arist.Pol.1325a13.

Spanish (DGE)

-α, -ον
que debe practicarse ἡ σιωπὴ ἀσκητέα X.Cyr.5.3.43, ἡ φιλανθρωπία Iul.Ep.89b.289a, τοῦτο δὲ ἀσκητέον μὴ παρενθυμουμένῳ M.Ant.5.5.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
adj. verb. de ἀσκέω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσκητέος: -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθ., ἡ σιωπὴ ἀσκητέα, πρέπει τις ν’ ἀσκήσῃ ἑαυτὸν εἰς τὸ σιωπᾶν, Ξεν. Κύρ. 5. 3, 43. ΙΙ. ἀσκητέον, δεῖ ἀσκεῖν· σοφίαν, σωφροσύνην Πλάτ. Γοργ. 487C, 507D· ποῖα πρὸς ποίους ἀσκ. Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 2, 18.

Greek Monotonic

ἀσκητέος: -α, -ον, ρηματ. επίθ. του ἀσκέω·
I. που πρέπει να εξασκηθεί, σε Ξεν.
II. ἀσκητέον, αυτό που πρέπει κάποιος να ασκήσει, σοφίαν, σε Πλάτ.

Middle Liddell

ἀσκέω
I. to be practised, Xen.
II. ἀσκητέον, one must practise, σοφίαν Plat.