ἀσμενιστός

From LSJ

γῆ θηρίοις μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις σύμμετροςregion more fitting to beasts than men

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσμενιστός Medium diacritics: ἀσμενιστός Low diacritics: ασμενιστός Capitals: ΑΣΜΕΝΙΣΤΟΣ
Transliteration A: asmenistós Transliteration B: asmenistos Transliteration C: asmenistos Beta Code: a)smenisto/s

English (LSJ)

ἀσμενιστή, ἀσμενιστόν, acceptable, welcome, S.E.M.11.85, Plot.6.7.30, Them.Or.16.205c; τινί J.AJ19.6.4.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
que se recibe con alegría, grato, aceptable Cic.Att.169.2, 177.9, τῷ δὲ οὐκ ἀσμενιστὸν ἐφάνη τὴν τοσαύτην ἀπολαβεῖν τιμήν I.AI 19.313, ἀ. καὶ φιλητόν Clem.Al.Paed.1.3.81, πάθος S.E.P.3.184, κίνημα S.E.M.11.85, κατάστασις Plot.6.7.30, ψῆφος Them.Or.31.355a, cf. 16.205c.

German (Pape)

[Seite 372] beliebt, angenehm, Cic. Att. 2, 9; Sext. Emp.

Russian (Dvoretsky)

ἀσμενιστός: приятный (ἀγαστὸς καὶ ἀ. Sext.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀσμενιστός: -ή, -όν, = ἀσπαστός, εὐχάριστος, εὐπρόσδεκτος, Σέξτ. Ἐμπ. πρὸς Μ. 11. 85, Ἰωσήπ. Ἰ. Α. 19. 6, 4, κλ.

Greek Monolingual

ἀσμενιστός, -ή, -όν (Α) ασμενίζω
ο ευχάριστος, ο ευπρόσδεκτος.