ἀττέλαβος

From LSJ

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀττέλᾰβος Medium diacritics: ἀττέλαβος Low diacritics: αττέλαβος Capitals: ΑΤΤΕΛΑΒΟΣ
Transliteration A: attélabos Transliteration B: attelabos Transliteration C: attelavos Beta Code: a)tte/labos

English (LSJ)

Ion. ἀττέλεβος (both forms in LXX Na.3.17 codd.), ὁ, locust, Hdt.4.172, Arist.HA550b32, 556a8, Thphr. Fragmenta 174.3, Plu.2.636e:—also ἀττελάβη· ἀκρίδας, Hsch.

German (Pape)

[Seite 390] ὁ, eine ungeflügelte Heuschreckenart, Lucill. 69 (XI, 265).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
sorte de sauterelle (sans ailes LSJ), insecte.
Étymologie: DELG emprunt.

Russian (Dvoretsky)

ἀττέλᾰβος: ион. ἀττέλεβος ὁ зоол. аттелаб (бескрылый вид саранчи) Her., Arst., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀττέλαβος: Ἰων. -εβος, ὁ, εἶδος ἀπτέρου ἀκρίδος, Ἡρόδ. 4. 172, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 5. 29., 5. 30, 4, «ἀττέλαβος· ἀκρὶς μικρά· καὶ εἶδος κνωδάλου, ζώου μικροῦ καὶ λεπτοῦ» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ο (Α ἀττέλαβος, -λεβος)
μικρό σκαθάρι του οποίου το θηλυκό περιτυλίγει σε σχήμα τσιγάρου τα φύλλα της βαλανιδιάς και του αμπελιού για ν' αποθέσει τα αβγά του, κν. τσιγαράς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. δάνεια λ. που άλλοι θεωρούν σημιτικής και άλλοι αιγυπτιακής προελεύσεως].

Greek Monotonic

ἀττέλαβος: Ιων. -εβος, ὁ, είδος ακρίδας χωρίς φτερά, σε Ηρόδ. (άγν. προέλ.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: edible locust (Hdt.).
Other forms: ἀττέλεβος (LXX), cf. ἀττελεβόφθαλμος (Eub.); also Thess. PN Ἀττελεβει[ος], ἀτ(τ)ελεβαία Masson, Mus. Helv. 43 (1986) = OGS II, 486. ἀττελὰβη· ἀκρίδας H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Unknown. Semitic etymology by Lewy Fremdw. 17 n. 1. Strömberg Wortstudien 16 reckons with Egyptian origin. Clearly a substr. word (note -βος).

Middle Liddell

[deriv. unkown]
a kind of locust without wings, Hdt.

Frisk Etymology German

ἀττέλαβος: -εβος
{attélabos}
Grammar: m.
Meaning: kleinflügelige, eßbare Heuschrecke (Hdt., Eub., Arist. usw.).
Etymology: Unerklärtes Fremdwort. Semitische Etymologie bei Lewy Fremdw. 17 A. 1. Vgl. noch Strömberg Wortstudien 16, der sowohl für ἀττέλαβος wie für andere Namen der Heuschrecke mit ägyptischer Herkunft rechnet.
Page 1,182