ἀφῆν

From LSJ

ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.

Source

Greek Monolingual

αφής και απής (AM ἀφ' ἧς, Μ και ἀφῆν και ἀπῆν)
αφότου, από τότε που
νεοελλ.
1. όταν
2. αφού, επειδή.