ἁμαξιαῖος

From LSJ

κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁμαξιαῖος Medium diacritics: ἁμαξιαῖος Low diacritics: αμαξιαίος Capitals: ΑΜΑΞΙΑΙΟΣ
Transliteration A: hamaxiaîos Transliteration B: hamaxiaios Transliteration C: amaksiaios Beta Code: a(maciai=os

English (LSJ)

α, ον, large enough to load a wagon, λίθος X.HG2.4.27, Arist.Mir.838b1, D.55.20, Diph. 38, cf.IG22.463.45, Ἐφ.Ἀρχ. 1895.59: metaph., ἁ. ῥῆμα of big words, Com.Adesp.836; ἁ. χρήματα money in cart-loads, ib.835.

Spanish (DGE)

-α, -ον
• Prosodia: [ᾰ-]
como para cargar un carro λίθος X.HG 2.4.27, Arist.Mir.838b1, D.55.20, Diph.38.6, IG 22.463.45 (IV a.C.), cf. 12.313.97 (V a.C.), γόγγροι Eudox.Fr.318, ἁ. χρήματα dinero a carretadas, Com.Adesp.835
fig. ἁμαξιαῖα ῥήματα palabras de una carretada e.d. muy largas Polyzel.6A, Canthar.6B, Diogenian.1.3.41.

German (Pape)

[Seite 115] α, ον, so groß, daß zum Fortschaffen, in Wagen nöthig ist, λίθοι Xen. An. 4, 2, 3; Hell. 2, 4. 27; vgl. Diphil. Ath. IV, 165 f, γρήματα B. A. 24. ῥήματα Diogen. 3, 41, = μεγάλα κομπάσματα: γόγγροι Ath. VII. 288 c.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
énorme, litt. qui ferait la charge d'un chariot.
Étymologie: ἅμαξα.

Russian (Dvoretsky)

ἁμαξιαῖος: величиною с воз или могущий заполнить целый воз, т. е. огромный (λίθος Xen., Arst., Dem., Diod.).

Greek (Liddell-Scott)

ἁμαξιαῖος: -α, -ον, ἀρκούντως μέγας ὥστε νὰ πληρώσῃ ὁλόκληρον ἅμαξαν, λίθος Ξεν. Ἑλλ. 2. 4. 27, Ἀριστ. περὶ Θαυμ. Ἀκουσμ. 98, Δημ. 1277. 12, Δίφιλ. ἐν «Ἐναγίσμασιν» 1. 6: ― μεταφ. ἁμαξ. (ῥήματα) «μεγάλα κομπάσματα», ἐπὶ πομπωδῶν λέξεων, Παροιμ. Διογενιαν. ΙΙΙ. 41: ἁμαξ. χρήματα, «μεγάλα, ἃ φέροι ἂν ἅμαξα, οὐκ ἄνθρωποςὑποζύγιον, Κωμ. Ἀνών. 256 (Α. Β. 24. 32).

Greek Monolingual

ἁμαξιαῖος και -ξαῖος, -α, -ον (Α)
1. αυτός που έχει τόσο όγκο, ώστε να γεμίζει μιαν άμαξα
2. φρ. «ἁμαξιαῖα ρήματα», πομπώδεις φράσεις, παχιά λόγια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἅμαξα + παραγ. κατάλ. -ιαῖος, ο δε τ. ἁμαξαῖος < ἅμαξα + παραγ. κατάλ. -αῖος].

Greek Monotonic

ἁμαξιαῖος: -α, -ον (ἅμαξα), μεγάλος αρκετά ώστε να φορτώσει ολόκληρη άμαξα, λίθος, σε Ξεν. κ.λπ.

Middle Liddell

ἅμαξα
large enough to load a wagon, λίθος Xen., etc.