ἁρματεύω
From LSJ
ἐκτέμνεσθαί τινας φιλανθρωπίᾳ → disarm and deceive by kindness
English (LSJ)
drive a chariot, ib.994.
Spanish (DGE)
(ἁρμᾰτεύω)
guiar el carro πρὸς Γερσαιστίαις ... ᾐόσιν ἁρματεύσας E.Or.994.
German (Pape)
[Seite 355] den Wagen lenken, fahren, Eur. Or. 995.
French (Bailly abrégé)
conduire un char.
Étymologie: ἅρμα.
Russian (Dvoretsky)
ἁρμᾰτεύω: ехать в колеснице Eur.
Greek (Liddell-Scott)
ἁρματεύω: (ἅρμα) ἁρματηλατῶ, πορεύομαι καθήμενος ἐφ’ ἅρματος Εὐρ. Ὀρ. 994.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
ἁρματεύω: μέλ. -σω (ἅρμα), οδηγώ ή επελαύνω με άρμα, σε Ευρ.