ἄμυξις

From LSJ

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄμυξις Medium diacritics: ἄμυξις Low diacritics: άμυξις Capitals: ΑΜΥΞΙΣ
Transliteration A: ámyxis Transliteration B: amyxis Transliteration C: amyksis Beta Code: a)/mucis

English (LSJ)

-εως, ἡ, (ἀμύσσω) tearing, rending, mangling, Orph.A.24, Ach.Tat.8.4; scarification, Antyll. ap. Orib.7.16.1; irritation, Cass. Pr.62.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
• Prosodia: [ᾰ-]
I 1arañazo τῶν ὀφθαλμῶν Ach.Tat.8.4.1.
2 acción de arañarse en señal de duelo Ἡρακλῆος περίφημον ἄ. Orph.A.24.
II medic.
1 escarificación Antyll. en Orib.7.16.1, Gal.8.154.
2 irritación Cass.Pr.62.

German (Pape)

[Seite 132] ἡ, das Zerkratzen, Zerreißen, Orph. Arg. 24. Bei den Aerzten das Schröpfen.

Greek (Liddell-Scott)

ἄμυξις: -εως, ἡ, (ἀμύσσω) σχίσιμον, «τσουγγράνισμα», σπαραγμός, Ὀρφ. Ἀργ. 24: - ἐγχάραξις, τομὴ δι’ ἐγχαράξεως, σκαριφισμός, Ἄντυλλ. παρ’ Ἰατρ. ἔκδ. Ματθ. σ. 139.

Greek Monolingual

ἄμυξις (-εως), η (Α) ἀμύσσω
1. σχίσιμο, ξέσχισμα
2. χαραγή, γρατσουνιά
3. ερεθισμός
4. φρ. «σικύα ἡ χωρὶς ἀμύξεως», κούφια βεντούζα.