ἐκμάσσατο

From LSJ

καὶ ἄλλως δὲ πολυειδῶς συζευγνύουσι τοῖς πράγµασι τὰ µαθήµατα, ὡς καὶ τῶν πραγµάτων ὁµοιοῦσθαι τοῖς µαθήµασι δυναµένων καὶ τῶν µαθηµάτων τοῖς πράγµασι φύσιν ἐχόντων ἀπεικάζεσθαι καὶ ἀµφοτέρων πρὸς ἄλληλα ἀνθοµοιουµένων → they couple mathematical objects to things in several other ways as well, since things can be assimilated to mathematical objects, and mathematical objects can by nature be likened to things, both being in a relation of mutual resemblance

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκμάσσατο Medium diacritics: ἐκμάσσατο Low diacritics: εκμάσσατο Capitals: ΕΚΜΑΣΣΑΤΟ
Transliteration A: ekmássato Transliteration B: ekmassato Transliteration C: ekmassato Beta Code: e)kma/ssato

English (LSJ)

3sg. aor. I, he devised or invented, τέχνην h.Merc. 511; cf. μαίομαι.

Spanish (DGE)

v. ἐκμαίομαι.

French (Bailly abrégé)

v. *ἐκμαίομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἐκμάσσατο: эп. 3 л. sing. aor. к *ἐκμαίομαι.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκμάσσατο: γ΄ ἑν. ἀορ. α΄, ἐπενόησεν ἢ ἐφεῦρε, τέχνην Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 51· πρβλ. τὴν λέξ. μαίομαι.

Greek Monotonic

ἐκμάσσατο: γʹ ενικ. αορ. αʹ, επινόησε ή εφηύρε, τι, σε Ομηρ. Ύμν.· βλ. μαίομαι.

Middle Liddell

ἐκ-μάσσατο, 3rd sg. aor1, he devised or invented, τι Hhymn.; v. μαίομαι.