Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐκφοινίσσω

From LSJ

Ἡ δ' ἁρπαγὴ μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Vitiorum hominibus pessimum est rapacitas → Der Menschen schlimmstes Laster ist die Gier nach Raub

Menander, Monostichoi, 212
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκφοινίσσω Medium diacritics: ἐκφοινίσσω Low diacritics: εκφοινίσσω Capitals: ΕΚΦΟΙΝΙΣΣΩ
Transliteration A: ekphoiníssō Transliteration B: ekphoinissō Transliteration C: ekfoinisso Beta Code: e)kfoini/ssw

English (LSJ)

A make all red or bloody, E.Ph.42:—Pass., to be bloodshot, ἐ. τοὺς ὀφθαλμούς Arist.Phgn.812a37.
II ἐκφοινίξαι· ἀναγνῶσαι, Hsch.

Spanish (DGE)

1 teñir de sangre πῶλοι δέ νιν χηλαῖς τένοντας ἐξεφοίνισσον ποδῶν los caballos con sus cascos le tiñeron de sangre los tendones de sus pies E.Ph.42, cf. ἐκφοινίξαι· ἀναχρῶσαι Hsch.
2 en v. med.-pas. teñirse de sangre οὐδέ πω βωμὸς θεᾶς ... ἐξεφοινίχθη aún no se había teñido de sangre el altar de la diosa E.IT 259
inyectarse de sangre c. ac. de rel. οἱ ὐπ' ὀργῆς ἐξεστηκότες ἐκφοινίσσονται τοὺς ὀφθαλμούς Arist.Phgn.812a37
ponerse del color de la sangre, enrojecer, teñirse de rojo Heraclit.All.75, ἡ ἀκτὶς αὐτὴν ἀναπυρσεύει ... ἐκφοινισσομένην ἐκ τοῦ ἄνω πυρός Poll.1.49, καὶ τοσοῦτον ἐξεφοινίχθη τὸ πρόσωπον Aristaenet.1.10.42.

German (Pape)

[Seite 786] blutig röthen; Eur. Phoen. 42 I. T. 259.

French (Bailly abrégé)

1 rendre rouge comme du sang ; Pass. être rouge comme du sang;
2 ensanglanter.
Étymologie: ἐκ, φοινίσσω.

Russian (Dvoretsky)

ἐκφοινίσσω: обагрять кровью (τινά Eur.): βωμὸς Ἑλληνικαῖσιν ἐξεφοινίχθη ῥοαῖς Eur. алтарь обагрился кровью греков; ἐκφοινίσσεσθαι τοὺς ὀφθαλμούς Arst. иметь налитые кровью глаза.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκφοινίσσω: ἐρυθραίνω τι, καθαιμάσσω, «καταματώνω», πῶλοι δέ νιν χηλαῖς τένοντας ἐξεφοίνισσον ποδῶν Εὐρ. Φοιν. 42. - Παθ., ἐκφ. τοὺς ὀφθαλμοὺς Ἀριστ. Φυσιογν. 6, 36.

Greek Monolingual

ἐκφοινίσσω (Α)
1. (μτβ.) κοκκινίζω κάτι με αίμα, καταματώνω κάτι
2. μέσ. ἐκφοινίσσομαι
κοκκινίζω, ερυθραίνω
3. (κατά τον Ησύχ.) «ἐκφοινίσσειν ἀναγνῶσαι».

Greek Monotonic

ἐκφοινίσσω: μέλ. -ξω, κατακοκκινίζω, καταματώνω, σε Ευρ.

Middle Liddell

fut. ξω
to make all red or bloody, Eur.