ἐκχαράσσω
Τα βιβλία τα παρά των ξένων επαίδευε τους εν τη αγορά ανθρώπους, τους Ομήρου φίλους → The others' books educated the people in the marketplace, the friends of Homer.
English (LSJ)
Att. ἐκχαράττω, erase, Plu. 2.873d, D.Chr.31.71,al.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): át. -ττω D.Chr.31.71
borrar, obliterar τὴν ἐπιγραφήν D.Chr.l.c., τὰ γεγραμμένα ILaod.Lyk.111.3 (II/III d.C.), cf. SEG 54.1332.4 (Hierápolis II d.C.)
•tb. c. ac. de pers. borrar el nombre de τὸν ἡγεμόνα καὶ στρατηγόν Plu.2.873d.
German (Pape)
[Seite 787] auskratzen, ῥῆμα ἀπὸ στήλης D. Chrys.; vgl. Plut. de malign. Her. 42.
French (Bailly abrégé)
gratter, effacer.
Étymologie: ἐκ, χαράσσω.
Russian (Dvoretsky)
ἐκχᾰράσσω: атт. ἐκχαράττω сцарапывать, соскабливать (τῶν τροπαίων, sc. τὰ ὀνόματα Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐκχᾰράσσω: Ἀττ. -ττω, ἐξαλείφω, Πλούτ. 2. 873D.
Greek Monolingual
ἐκχαράσσω (Α), αττ. τ. ἐκχαράττω
1. εξαφανίζω, εξαλείφω
2. χαράζω, κατασκευάζω με τέχνη.