ἐκχυλίζω

From LSJ

εὖ γ᾽ εὖ γε ποιήσαντες ὦ Διοσκόρω → well done, well done, you twin Dioscuri!

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκχῡλίζω Medium diacritics: ἐκχυλίζω Low diacritics: εκχυλίζω Capitals: ΕΚΧΥΛΙΖΩ
Transliteration A: ekchylízō Transliteration B: ekchylizō Transliteration C: ekchylizo Beta Code: e)kxuli/zw

English (LSJ)

squeeze out, express juice or liquor, Hp.Mul.1.44; suck out, Arist.HA596b12.

Spanish (DGE)

extraer el jugo τρίψας πάντα, δι' ὀθονίου ἐκχυλίσας Hp.Mul.1.44, τῶν δ' ἐντόμων ... τὰ δὲ ... τοῖς ὑγροῖς τρέφεται, πάντοθεν ἐκχυλίζοντα ταύτῃ (τῇ γλώττῃ) Arist.HA 596b12, cf. 623a16, Dieuch.15.34, 43, 82, 85.

German (Pape)

[Seite 787] den Saft ausdrücken, aussaugen; Hippocr.; Arist. H. A. 8, 11.

Russian (Dvoretsky)

ἐκχῡλίζω: высасывать или вылизывать сок (τῇ γλῶττῃ Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐκχῡλίζω: ἐκθλίβω τὸν χυλόν, Ἱππ. 608, 25· ἐκμυζῶ, τι Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 11, 4.

Greek Monolingual

(AM ἐκχυλίζω)
μεταβάλλω σε χυλό, εξάγω χυλό από φυτό ή καρπό με έκθλιψη, απόσταξη ή αφέψηση
αρχ.
εκμυζώ, απομυζώ.