ἐμβρέχω
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
English (LSJ)
A treat with embrocations, Philum. ap. Aët.5.120, Plu.2.74d.
2 wet, ἱμάτια J.BJ3.7.13:—Med., soak, Nic.Al.237:—Pass., to be dipped, plunged, Sotion p.183 W.; to be soaked, Dsc.Eup.1.1: aor. 2 part. Pass. ἐμβραχείς Paul.Aeg.3.43.
Spanish (DGE)
1 agr. regar, irrigar ὕδασιν (φυτά) Nic.Al.237, ἵνα ἡ βροχὴ κατιοῦσα ἐμβρέχῃ τὰ κέρατα Gp.4.2.
2 medic. aplicar embrocaciones o fomentos c. ac. de la parte interesada y a veces dat. instrum. ἐμβρέχειν τοὺς ῥευματιζομένους στομάχους ἐρίοις οἰσυπηροῖς Dsc.Eup.2.10.2, τὸ πεπονθὸς ... ἐνέβρεξαν προσηνῶς Plu.2.74d, cf. Aët.5.63, καὶ συνεχῶς ἔμβρεχε τὴν κεφαλήν Gal.12.556, abs. ἴσα μίξας σὺν ὄξει καὶ ῥοδίνῳ ἔμβρεχε Gal.12.555, λιπαρῶς ἐμβρέχειν Erot.31.3, pas. τὰ μύρα ... μειγνύμενα φαρμάκοις καὶ ἐμβρεχόμενα Dsc.1.42.2, cf. Eup.1.1, ἑξῆς ἐμβρεχέσθω ὁ τόπος οἰνελαίῳ Hippiatr.Cant.7.3.
3 bañar, poner a remojo, empapar, macerar, mojar, humedecer ἱμάτια I.BI 3.187, τὰ δέρματα en los líquidos para teñir, Sch.Ar.Eq.44c, cf. Nu.581b, en ritos de purificación ἐνβρέχων κλάδον δάφνης <ῥαῖνε> PMag.5.199, pas. δακτύλου δὲ ἐμβρεχομένου εἰς ὕδωρ Epiph.Const.Haer.42.11.17.57 (p.146), esp. en farm., c. n. de plantas o elementos medicamentosos εἰς γλεύκους κεράμιον ... ἐλλεβόρου λευκοῦ λίτρας τὸ ἥμισυ ἔμβρεχε Dsc.5.72.2, ἔμβρεχε αὐτὰ ἐν ἑτέρῳ μέλιτι Hippiatr.22.11, pas. ἐμβρέχεσθαι δὲ τὸ κύμινον ὄξει δριμυτάτῳ Gal.6.265, cf. 12.553, Paul.Aeg.3.43.2, Alex.Trall.2.349.5
•alquim. ἔμβρεχε τὸν κρύσταλλον ἠραιωμένον PHolm.62.
German (Pape)
[Seite 806] einweichen, benetzen, Sp., wie ἐνέβρεξαν Plut. de ad. et am. discr. E.; im med., ὕδασιν ἐμβρέξασθαι Nic. Al. 237.
French (Bailly abrégé)
mouiller, tremper.
Étymologie: ἐν, βρέχω.
Russian (Dvoretsky)
ἐμβρέχω: увлажнять, размачивать Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμβρέχω: μέλλ. -ξω, ἐπιβρέχω τι ἢ βάλλω ἐπ’ αὐτοῦ βεβρεγμένα ἐπιθέματα, Πλουτ. 2. 71D˙ μετοχ. παθ. ἀορ. ἐμβραχεὶς Παῦλος Αἰγ.: ― ἐν τῷ μέσ. ποτίζω, Νικ. Ἀλεξιφ. 327
Greek Monolingual
(AM ἐμβρέχω)
υγραίνω, διαποτίζω, μουσκεύω.
Léxico de magia
mojar, humedecer ἐμβρέχων κλάδον δάφνης <ῥαῖνε> humedece una rama de laurel y haz aspersiones P V 199