ἐξόπιθεν
ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his
English (LSJ)
and ἐξόπιθε, Adv., Ep. for ἐξόπισθεν,
A behind, in rear, Il.4.298, al., Hes.Sc.130.
II Prep. with genitive, behind, ἐ. κεράων Il.17.521.
German (Pape)
[Seite 887] auch ἐξόπιθε, ep. = ἐξόπισθεν, hinterwärts, im Rücken; πεζοὺς ἐξ. στῆσεν Il. 4, 298. 16, 611, wie Hes. Sc. 130; – τινός, hinter, ἐξόπιθεν κεράων Il. 17, 521.
French (Bailly abrégé)
adv.
par derrière : τινος en arrière de qch.
Étymologie: ἐξόπιν, -θεν.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξόπῐθεν: καὶ -θε, Ἐπίρρ. Ἐπικ. ἀντὶ τοῦ ἐξόπισθεν, πεζοὺς δ’ ἐξόπιθε στῆσεν Ἰλ. Δ. 298 κ. ἀλλ., Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 130. 2) ὡς πρόθ. μετὰ γεν., ἐξόπιθεν κεράων Ἰλ. Ρ. 521.
English (Autenrieth)
in the rear, behind; w. gen., Il. 17.521. (Il.)
Greek Monolingual
βλ. εξόπισθεν.
Greek Monotonic
ἐξόπῐθεν: και -θε, επίρρ., Επικ. αντί ἐξόπισθεν,
1. πίσω, στο πίσω μέρος, στα μετόπισθεν, σε Ομήρ. Ιλ.
2. ως πρόθ. με γεν., πίσω από, ἐξ κεράων, στο ίδ.
Middle Liddell
[epic for ἐξόπισθεν,]
1. behind, in rear, Il.
2. as prep. with genitive behind, ἐξ. κεράων Il.