ἐπίουρα
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
v. οὖρον. <ρ>
German (Pape)
[Seite 967] τά, Il. 10, 351 ἀλλ' ὅτε δή ῥ' ἀπέην ὅσσον τ' ἐπίουρα πέλονται ἡμιόνων, wo Spitzner u. Bekker nach den Schol. ἐπὶ οὖρα schreiben; Aristarch. erkl.: so viel Vorsprung die Maulesel beim Pflügen vor den Ochsen haben, wie Hom. selbst hinzufügt: αἱ γάρ τε βοῶν προφερέστεραί εἰσιν ἑλκέμεναι νειοῖο βαθείης πηκτὸνἄροτρον. Vgl. Spitzner exc. XX u. unten οὖρον.
Russian (Dvoretsky)
ἐπίουρα: τά (вспаханные) борозды (Hom. К 351 - v.l. ἐπὶ οὖρα, см. οὖρον II).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίουρα: ἴδε τὴν λ. οὖρον.
English (Autenrieth)
see οὖρον.
Greek Monolingual
ἐπίουρα, τά (Μ)
(κατά τον Ευστάθιο) «τὰ ὁρμήματα, ὡς ἀπὸ τοῦ ὀρούειν, ἢ τὰ μεταξὺ διαστήματα, ὡς ἀπὸ τοῦ ὅρος ό περιορισμός», δηλ. τα σημεία από όπου εξορμά κανείς ή τα μεσοδιαστήματα που παρεμβάλλονται μεταξύ δύο αντικειμένων.
Greek Monotonic
ἐπίουρα: βλ. οὖρον.