ἐπικίρνημι

From LSJ

Ἑκὼν σεαυτὸν τῇ Κλωθοῖ συνεπιδίδου παρέχων συννῆσαι οἷστισί ποτε πράγμασι βούλεται. Πᾶν ἐφήμερον, καὶ τὸ μνημονεῦον καὶ τὸ μνημονευόμενον → Be willing to give yourself up to Clotho, letting her spin to whatever ends she pleases. All is ephemeralboth memory and the object of memory (Marcus Aurelius 4.34f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπικίρνημι Medium diacritics: ἐπικίρνημι Low diacritics: επικίρνημι Capitals: ΕΠΙΚΙΡΝΗΜΙ
Transliteration A: epikírnēmi Transliteration B: epikirnēmi Transliteration C: epikirnimi Beta Code: e)piki/rnhmi

English (LSJ)

Ion. for ἐπικεράννυμι, Heraclit.All.35, Philum. ap. Orib.45.29.8:—Pass., ἐπικίρναται [ὁ κρητήρ] Hdt.1.51, Plu.2.270a, cf. Heraclit.All.40.

German (Pape)

[Seite 949] ion. = ἐπικεράννυμι; ἐπικίρναται ὁ κρητήρ Her. 1, 51; Plut. qu. Rom. 25.

French (Bailly abrégé)

ion. c. ἐπικεράννυμι.

English (Autenrieth)

aor. inf. ἐπικρῆσαι: mix in, add wine to water, Od. 7.164†.

Greek Monolingual

ἐπικίρνημι και ἐπικιρνῶ -έω, ιων. τ. τοὺ ἐπικεράννυμι (Α)
1. ανακατεύω, αναμιγνύω
2. παθ. ἐπικίρναμαι
γεμίζομαι με ανάμικτο κρασί («ἐπικέρναται [ὁ κρατήρ]», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κίρνημι, ποιητ. τ. του κεράννυμι «αναμιγνύω»].

Greek Monotonic

ἐπικίρνημι: Ιων. αντί ἐπικεράννυμαι — Παθ., ἐπι-κίρνᾰμαι, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπικίρνημι: Hes., Plut. = ἐπικεράννυμι.