ἐπιλυτικός
μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down, I no longer have the strength to hold up alone the weight of grief that pushes against me, I no longer have the strength to counterbalance alone the weight of grief that acts as counterweight, I have no longer strength to balance alone the counterpoising weight of sorrow
English (LSJ)
ἐπιλυτική, ἐπιλυτικόν, good at solving difficulties, [γραμματικοὶ] οἱ ἐ. καλούμενοι Suid.s.v. Σωσίβιος, cf.Gal.Subf.Emp.12.
German (Pape)
[Seite 959] ή, όν, auflösend, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιλῠτικός: -ή, -όν, κατάλληλος πρὸς λύσιν δυσκολιῶν, «γραμματικὸς ἦν τῶν ἐπιλυτικῶν καλουμένων» Σουΐδ. ἐν λ. Σωσίβιος.
Greek Monolingual
ἐπιλυτικός, -ή, -όν (Μ)
κατάλληλος για επίλυση, για λύση δυσκολιών.