ἐργάθω

From LSJ

Οὐδείς, ὃ νοεῖς μὲν, οἶδεν, ὃ δέ ποιεῖς, βλέπει → Quid cogites, scit nemo; quid facias, patet → nicht weiß man, was du denkst, doch sieht man, was du tust

Menander, Monostichoi, 424

German (Pape)

[Seite 1019] u. ἐεργάθω, p. = εἴργω, ἀπὸ δ' αὐχένος ὦμον ἐέργαθεν, er trennte, Il. 5, 147, πάντα δ' ἀπὸ πλευρῶν χρόα ἔργαθεν 11, 437; sp. D., wie Ap. Rh. 3, 1171. Vgl. oben εἰργάθω.

French (Bailly abrégé)

v. *εἰργάθω.

Greek Monolingual

ἐργάθω και ἐργαθῶ, -έω (Α)
1. αποχωρίζω, αποσπώ, αποκόπτω
2. συγκρατώ, αναχαιτίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του είργω που μαρτυρείται μόνο σε αοριστικούς τ. Το γεγονός αυτό οδήγησε άλλους στον χαρακτηρισμό τών μαρτυρούμενων τ. εέργαθεν καί ειργαθείν ως παρεκτεταμένων αορ. β’ του ενεστ. θέμ. του είργω].