ἐφημερόβιος

From LSJ

λαγὼς τὸν περὶ τῶν κρεῶν τρέχει → save one's bacon, save one's neck, save one's skin

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐφημερόβῐος Medium diacritics: ἐφημερόβιος Low diacritics: εφημερόβιος Capitals: ΕΦΗΜΕΡΟΒΙΟΣ
Transliteration A: ephēmeróbios Transliteration B: ephēmerobios Transliteration C: efimerovios Beta Code: e)fhmero/bios

English (LSJ)

ἐφημερόβιον, living for the day, living from hand to mouth, χειροτέχνης Ph.2.389, cf. Ptol.Tetr.160.

Greek Monolingual

ἐφημερόβιος, -ον (Α)
αυτός που ζει μέρα με τη μέρα, με το εισόδημα της ημέρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εφήμερος + βίος.