ἐφιελίς

From LSJ

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐφιελίς Medium diacritics: ἐφιελίς Low diacritics: εφιελίς Capitals: ΕΦΙΕΛΙΣ
Transliteration A: ephielís Transliteration B: ephielis Transliteration C: efielis Beta Code: e)fieli/s

English (LSJ)

-ίδος, ἡ. = κάλυξ, part of a priest's crown, J.AJ3.7.6 (fort. φιελίς).

Greek Monolingual

ἐφιελίς, -ίδος, ἡ (Α)
μέρος της μίτρας αρχιερέα η οποία περιβάλλει το μέτωπο, κάλυκας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. εσφαλμένος τ. αντί εφηλίς].