ἐχμάζω
From LSJ
πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention
English (LSJ)
hold fast, hinder, Eust.904.4, Sch.E.Or.265, Hsch.; cf. ὀχμάζω.
German (Pape)
[Seite 1126] halten, zusammen-, zurückhalten, Hesych. u. Schol. Eur. Or. 254.
Greek (Liddell-Scott)
ἐχμάζω: κρατῶ στερεῶς, κατέχω, κωλύω, ἐμποδίζω, Εὐστ. 904, 4, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 265, Ἡσύχ.· πρβλ. ὀχμάζω.
Greek Monolingual
(ΑΜ ἐχμάζω) έχμα
νεοελλ.
ναυτ. συγκρατώ κάτι με έχμα, μποτσάρω
μσν.-αρχ.
κρατώ κάτι στερεά, συγκρατώ, εμποδίζω, δεσμεύω, στηρίζω.