ἑταιρεύομαι
From LSJ
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
English (LSJ)
Pass., prostitute oneself, D.S.12.21, Theopomp. Hist.217c.
German (Pape)
[Seite 1046] Gefährte, bes. Mitglied einer Hetärie sein. – Buhlerei, Hurerei treiben, vom Manne, Pol. 8, 11, 10; D. Sic. 12, 21; von Frauen, Plut. Ant. 18.
French (Bailly abrégé)
faire métier de courtisane.
Étymologie: ἑταίρα.
Russian (Dvoretsky)
ἑταιρεύομαι: Polyb., Diod., Plut. = ἑταιρέω.
Greek (Liddell-Scott)
ἑταιρεύομαι: Παθ., πορνεύομαι, Διόδ. 12. 21, κλ.
Greek Monolingual
ἑταιρεύομαι (Α) εταίρος
(για άνδρες) εκδίδω τον εαυτό μου, πορνεύομαι.