ἡλάριον

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡλάριον Medium diacritics: ἡλάριον Low diacritics: ηλάριον Capitals: ΗΛΑΡΙΟΝ
Transliteration A: hēlárion Transliteration B: hēlarion Transliteration C: ilarion Beta Code: h(la/rion

English (LSJ)

τό, Dim. of ἧλος, small nail, POxy.1658.11 (iv A.D.), Suid. s.v. ἧλος.

German (Pape)

[Seite 1159] τό, dim. von ἧλος, kleiner Nagel, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἡλάριον: τό, ὑποκορ.τοῦ ἦλος, μικρὸν καρφίον, Εὐστ. Πονημ. 305. 66.

Greek Monolingual

ἡλάριον, τὸ (AM)
(υποκορ. του ήλος) μικρό καρφί, καρφάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ήλ- (του ήλος) + υποκορ. κατάλ. -άριον (πρβλ. βιβλιάριον, ιππάριον)].